- τεττιγότης
- τεττῑγότης, ητος, ἡ,A cicala-hood, Anon. in Cat.51.4, Simp.in Cat. 270.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεττιγότης — cicala hood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] … Dictionary of Greek
τεττιγότητα — τεττιγότης cicala hood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)